Γνώρισα την εικαστικό και μουσικό Μαρίνα Καναβάκη το 2000 με αφορμή την κυκλοφορία του ντεμπούτου album της «Ποτέ & Τίποτα», της είχα μάλιστα πάρει και μια συνέντευξη τότε για την Αυγή στην οποία είχα αρχίσει να γράφω λίγους μήνες πριν. Το «Ποτέ & Τίποτα» ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δουλειά, γραμμένη σε ποίηση του λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου και τρομερά ανανεωτική ενορχηστρωτικά και ηχητικά καθώς τα βασικά μέσα της ήταν τα ηλεκτρονικά όργανα και χαρακτηριζόταν από μια μεγάλη ποικιλία αναφορών, ακριβώς δηλαδή το είδος που ανέκαθεν μου άρεσε και εξακολουθεί να μου αρέσει. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως έμελλε να είναι και η μία και μοναδική της Μαρίνας Καναβάκη στην μουσική, τουλάχιστον προσωπική…

Τον Σωκράτη Παπαχατζή από την άλλη τον είχα γνωρίσει πολύ νωρίτερα, οι δυο μας πάμε πολύ πίσω που λένε…Τον ξέρω από την εποχή που τα τραγούδια του δεν είχαν παρουσιαστεί ακόμα στο κοινό και κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε ένα στενό κύκλο με την μορφή των αρχικών demos τους, είχα ακούσει μάλιστα μερικά από αυτά και είχα καταλάβει αμέσως ότι αυτός ο τύπος καλώς ή κακώς διέθετε ένα μεγάλο ταλέντο (και όχι απλά ως πιανίστας/κιμπορντίστας). Μιλάμε δηλαδή για την εποχή που δεν είχε σχηματίσει ακόμα τους Blue Light, ένα γκρουπ που συνδύαζε πολύ όμορφα την ψυχεδελική ποπ της δεκαετίας του ’60 με την τυπικά new wave αισθητική της περιόδου – και προφανώς με πρώτιστα τα keyboards αλλά βέβαια και την φωνή του Σωκράτη ο οποίος ήταν και ο αποκλειστικός συνθέτης και στιχουργός των τραγουδιών τους να κυριαρχούν στον ήχο τους – και άφησαν πίσω τους ένα από τα καλύτερα δείγματα της τότε εγχώριας σκηνής με τον ένα και μοναδικό ομώνυμο δίσκο τους του ’88 (αν και ο ίδιος, υπερβολικά αυστηρός κατά τη γνώμη μου με το παρελθόν του, έχει σχεδόν αποκηρύξει τόσο το συγκρότημα όσο και αυτόν).

Κατά συνέπεια τον γνώριζα και αρκετά νωρίτερα πριν από την στιγμή που αποφάσισε να γίνει…συνάδελφος μου, να αρχίσει δηλαδή και εκείνος να γράφει για μουσική και να ασκεί το λειτούργημα του κριτικού της, κάτι το οποίο εξακολουθεί να κάνει με συνέχεια και συνέπεια μέχρι σήμερα. Για αρκετά χρόνια τον συναντούσα τυχαία πότε – πότε ή τον πετύχαινα σε κάποιες περιστασιακές περισσότερο συμμετοχές του σε δουλειές άλλων παρά αληθινές συνεργασίες και είχα καταλήξει να πιστεύω ότι ο χώρος είχε κερδίσει έναν καλό κριτικό αλλά είχε μάλλον χάσει έναν εξαίρετο μουσικό. Ώσπου το 2003 βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε ένα album με τίτλο «Inverted Α» που το υπέγραφε κάποιος Oannes και ήταν τόσο «μυστήριο» όσο και σαγηνευτικό, αν όχι συναρπαστικό…Κλασικοί απόηχοι, ambient, ανοιχτό φλερτ με τον πειραματισμό, δημιουργική χρήση του noise στοιχείου και όλα αυτά με μια πρωτοποριακή, απολύτως σύγχρονη, μινιμαλιστική και στην πλειονότητα της ηλεκτρονική άποψη και αισθητική! Η έκπληξη μου μάλιστα και ταυτόχρονα ο ενθουσιασμός μου μεγάλωσαν όταν έμαθα ότι ο Oannes ήταν ο…Σωκράτης Παπαχατζής! Αυτό λοιπόν ετοίμαζε τόσο καιρό, κάθε άλλο παρά είχε αποσυρθεί από την μουσική δημιουργία όπως είχα πιστέψει…

To «Inverted A» μου άρεσε τόσο ώστε όταν τρία χρόνια μετά πληροφορήθηκα ότι αποφάσισε να συμπράξει και μουσικά με εκείνη που ήδη ήταν ζεύγος στη ζωή, ότι δηλαδή θα ήταν το Ο (Oannes) δίπλα στο ΜΚ (Μαρίνα Καναβάκη) οφείλω να πω ότι…εκνευρίστηκα λίγο! «Είχε κάνει ένα εκπληκτικό ξεκίνημα μόνος του, τι θέλει τώρα και το χαλάει, όσο αξιόλογη και αν είναι σίγουρα η Μαρίνα;», σκέφτηκα αθέλητα. Τεράστιο σφάλμα μου…Γιατί όταν κυκλοφόρησε στα τέλη του ’06 το πρώτο album των ΜΚ-Ο «Ovation» διαπίστωσα αμέσως ότι ήταν η φυσική συνέχεια του «Inverted A», σε ένα βαθμό ακόμα και του δίσκου της ΜΚ, έστω και αν εκείνος είχε ελληνικό στίχο. Απλά στα ηλεκτρονικά είχαν προστεθεί και πολλά rock στοιχεία, κυριολεκτικά ηλεκτρονικό rock όπως το ονόμαζαν και συνεχίζουν να το αποκαλούν οι ίδιοι…Το επιβλητικό, διπλό «Unreel» του ’08 εμπλούτισε και άλλο την ηχητική παλέτα τους ενώ το «Blues For The White Nigger» του ’11 έφερε μια πιο street αίσθηση προσθέτοντας soul, funk, ακόμα και κάποια jazz στοιχεία με αποτέλεσμα να με κερδίσει ακόμα περισσότερο, γεγονός που ούτε ήθελα αλλά ούτε και μπορούσα να κρύψω στην κοινή πια συνέντευξη τους την οποία τους πήρα τότε για την Αυγή. Στη συνέχεια η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε να συνεργαστούμε για πρώτη φορά με τον Σωκράτη αφού, όπως γνωρίζετε, από πέρυσι τον Ιούλιο είναι ο αρχισυντάκτης του μηνιαίου μουσικού ένθετου της εφημερίδας που κρατάτε αυτή την στιγμή στα χέρια σας…

Γιατί αυτή η τόσο μακροσκελής εισαγωγή; Πρώτον γιατί θεωρώ καλό να γνωρίζετε την πορεία των MK-O, από που ξεκίνησαν και πως έφτασαν μέχρι εδώ και δεύτερον γιατί προσπαθώ τουλάχιστον να αποτρέψω κάποιους από το να κάνουν ορισμένους συνειρμούς σε σχέση με αυτά που γράφω στη συνέχεια. Συνειρμούς του τύπου «καλά, είναι ο αρχισυντάκτης του στην Κόκκινη Καρφίτσα, υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην τον εγκωμιάζει, ακόμα και να τον…γλύφει;». Για τους κακόβουλους μάλιστα τα όσα ο ίδιος προανέφερα για το πόσο καιρό γνωρίζω και εκτιμώ την δουλειά του Σ. Παπαχατζή μπορεί να λειτουργήσουν εντελώς αντίθετα, να ισχυροποιήσουν δηλαδή την πεποίθηση τους για «δόλια έσωθεν διαπλοκή στην Κ. Κ.». Εχει όμως τελικά κανένα νόημα να προσπαθείς να πείσεις κάποιους ότι δεν είσαι ελέφαντας όταν επιμένουν να σε βλέπουν σαν τέτοιο ενώ στέκονται τόσο κοντά σου ώστε, αν όντως ήσουν, θα τους χτυπούσε η προβοσκίδα σου και θα τους τρυπούσαν οι χαυλιόδοντες σου; Οχι βέβαια! Γι’ αυτό θα αγνοήσω τους κάθε λογής φιλύποπτους «κυνηγούς ελεφάντων» και θα πω απλά ότι αν το πρώτο album των ΜΚ-Ο με είχε εκπλήξει το τέταρτο (που βέβαια είναι το CD το οποίο σας προσφέρουμε με αυτό το τεύχος της Κ. Κ.) κυριολεκτικά με αιφνιδίασε! Και ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός, το «Blues For The White Nigger» ήταν τόσο καλό ώστε θεωρούσα σχεδόν αδύνατο να μπορέσουν να πάνε παραπέρα, γεγονός που δεν απέκρυψα και από τον ίδιο όταν ο Σωκράτης μου είπε ότι η νέα τους δουλειά ήταν έτοιμη και μάλιστα η διάθεση της θα γινόταν διαμέσου της Κ. Κ.

Όμως στο «Ο Αιθέρας» οι ΜΚ-Ο ξεπερνούν κατά πολύ, υπερβολικά, θα έλεγα ακόμα και…αφύσικα πολύ οτιδήποτε έχουν κάνει στο παρελθόν, είτε από κοινού είτε καθένας μόνος του, καθώς δεν πρόκειται παρά για το άθροισμα όλης της ως τώρα διαδρομή τους αλλά πολύ, τρομερά πολλαπλασιασμένου, από κάθε πλευρά, προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε έννοια! Πολύ απλά είναι ο πιο εκτεταμένος ως προς τις αναφορές, πλατύτερος ως προς την φόρμα και βαθύτερος ως προς το περιεχόμενο μέχρι τώρα δίσκος τους…Πώς το κατόρθωσαν αυτό; Πέραν από το πόσο σκληρά και συστηματικά εργάζονται πάνω στην μουσική τους μάλλον και εξαιτίας μιας ιδιαιτερότητας που έχουν και σαφέστατα τους διακρίνει, δεν είναι και δεν αισθάνονται τμήμα οποιασδήποτε «σκηνής». Κλεισμένοι οικειοθελώς στο δικό τους δημιουργικό σύμπαν έχουν ως μοναδική πρόκληση να υπερβούν τους εαυτούς τους. Και αυτό τους ωθεί σε κάτι που λίγοι έχουν την ευφυία και ακόμα λιγότεροι το θάρρος να αποτολμήσουν, να διευρύνουν κάθε φορά το πεδίο της σύλληψης και να τοποθετούν ψηλότερα τον πήχη… Κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΘΑΝΟ ΜΑΝΤΖΑΝΑ

 

Υπάρχει μια ερώτηση που ήθελα να κάνω στον Σωκράτη από χρόνια, αλλά καταλήγει να είναι η πρώτη αυτής της συνέντευξης. Δεν αισθάνεσαι μιαν αντίφαση ανάμεσα στο να είσαι μουσικός και το να γράφεις / ασκείς κριτική για την μουσική άλλων;

Πρώτα-πρώτα δια να εξηγούμεθα: κριτική γράφω αποκλειστικά για ξένες κυκλοφορίες, jazz κατά βάση. Από κει και πέρα, μήπως διυλίζουμε τον κώνωπα; Μήπως αναρωτιόμαστε για το φυσικό και δεχόμαστε τα παράλογο ως αυτονόητο; Δεν βλέπω κάποια αντίφαση ανάμεσα στο να γράφεις μουσική και το να γράφεις για τη μουσική. Η ύπαρξη κειμένων αποτελεί προϋπόθεση για τη διάδοσή της. Δεν είσαι “κάποιος” ως καλλιτέχνης, αν δεν συζητούν κάποιοι για σένα. Καλό είναι λοιπόν να συζητούν άνθρωποι που πονούν το αντικείμενο. Και αυτοί που το πονούν περισσότερο (θα έπρεπε τουλάχιστον να) είναι οι μουσικοί. Κριτικός και καλλιτέχνης δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, εκτός αν κριτική εννοούμε το bullying του διαδικτύου ή την φλυαρία που ευδοκιμεί στις φυλλάδες του mainstream. Από κει και πέρα, να θυμίσουμε το Ντέφι και τον Ρασούλη, το Τέταρτο και τον Μάνο Χατζιδάκι; Να αναφέρουμε προσωπικότητες όπως η Patti Smith ή η Chrissie Hynde που ασχολήθηκαν με τη μουσική δημοσιογραφία; Ή να πάμε στα πρώτα περί την μουσική έντυπα όπου αρθρογραφούσαν συνθέτες όπως ο Schumann, o Debussy και ο Berlioz;

 

Προβληματιστήκατε καθόλου για το ότι ο δίσκος σας προσφέρεται αυτό τον μήνα με την ΚΚ, για τα σχόλια δηλαδή που θα μπορούσαν να υπάρξουν σχετικά με το ότι ο Σωκράτης είναι ο αρχισυντάκτης του ενθέτου;

Αφενός, δεν είναι ο Σ. που “αποφασίζει και διατάσσει” τι κυκλοφορεί το ένθετο. Τα πάντα εδώ γίνονται ομαδικά, ο ρόλος του αρχισυντάκτη αφορά απλώς στη φροντίδα να τηρούνται τα “συμπεφωνημένα”. Αφετέρου, ως MK-O και όχι μόνο, έχουμε κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους, οι οποίοι είχαν πάντα πολύ καλή υποδοχή από το κοινό και τον Τύπο [ήδη το πρώτο μας, OVATION, 2007, είχε ψηφιστεί από τους αναγνώστες του AVOPOLIS ανάμεσα στα καλύτερα ελληνικά της δεκαετίας]. Εννοείται ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος κακόβουλος που θα ισχυρισθεί ότι το άλμπουμ δεν θα επιλεγόταν, αν δεν υπήρχε η επαγγελματική σχέση με την Καρφίτσα. Αλλά τι θα εμπόδιζε τον ίδιο να πει π.χ. ότι και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που κυκλοφορούμε δίσκους τους είναι …κολλητοί μας;

 

«Ο Αιθέρας» λοιπόν – πτητικό υγρό ή αναισθητικό;

Υπάρχει πλούσια φιλολογία για τον Αιθέρα στον Εσωτερισμό που μας γοητεύει από αισθητική άποψη. Η Akasha, το “Βιβλίο της Ζωής”… Μια ουσία υπερ-λεπτοφυής στην οποία καταγράφονται τα πάντα.

 

Τι κοινό έχει ο νέος δίσκος και τι τον διαφοροποιεί από τον προηγούμενο; Πώς προέκυψαν τα ελληνικά στοιχεία και όργανα;

Πρόκειται για τη συνέχεια ενός φλερτ με τη jazz και το blues που είχε ισχυροποιηθεί στο προηγούμενο, Blues For The White Nigger. Το πρόσθετο στοιχείο αφορά στο ότι, αυτή τη φορά, το φλερτ μεταφέρεται σε ελληνικό έδαφος, δηλαδή μια βασική πηγή από όπου αντλεί ο “Αιθέρας” είναι η ελληνική μουσική. Η κατεύθυνση, ξέρεις, κάθε φορά, δεν είναι αποτέλεσμα “βασανιστικών επιλογών” ή “βαθυστόχαστων αναλύσεων”. Έχει να κάνει απλώς με το τι ακούς τη συγκεκριμένη περίοδο. Τα δυο τελευταία χρόνια λοιπόν έχουμε ξαναβουτήξει, συν τοις άλλοις, στην ελληνική μουσική την οποία γνωρίσαμε βιωματικά από παιδιά, πολύ πριν ασχοληθούμε με το ροκ, την κλασική ή την jazz.

 

Την προηγούμενη φορά blues και soul, τώρα rock, κλασική, ελληνική, jazz, ορχηστρικές συνθέσεις, κάποια ηλεκτρονικά…τελικά αν πρέπει να δώσετε ένα όνομα στην μουσική σας ποιο θα ήταν;

Δεν νομίζουμε ότι ο συνδυασμός όλων αυτών δίνει ένα ανομοιογενές αποτέλεσμα. Το κάθε τι είναι κομμάτι ενός συνόλου. Η αποτίμησή του εναπόκειται στον ακροατή, λόγος να δοθεί …επίσημη ονομασία δεν υπάρχει. Ούτε θα καταφύγουμε σε κλισέ του τύπου “έχουμε το προσωπικό μας στιλ”, αυτό ας το κρίνουν άλλοι. Ας πούμε, απλώς, “ηλεκτρονικό ροκ”. Αυτό αισθανόμαστε ως πυρήνα κάτω από την όποια πολυμορφία.

 

Τα κομμάτια γράφτηκαν στην κορύφωση της κρίσης… Αντανακλούν το κλίμα της, την αίσθηση σας από αυτήν; Γράψατε μήπως και προσθέσατε κάποιο μετά το εκλογικό αποτέλεσμα;

Υπάρχει μια αίσθηση σασπένς, που, σ’ ένα βαθμό διασκεδάζεται από ατμοσφαιρικά κομμάτια. Τα δυο τελευταία tracks του άλμπουμ γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν τον Γενάρη του ’15. Φάνηκαν να ολοκληρώνουν καλύτερα το σύνολο από εκείνο που είχαμε διαλέξει αρχικά, το οποίο έμεινε απ’ έξω, όπως και αρκετά άλλα. Δεν θέλαμε να περάσουμε τη μια ώρα σε διάρκεια, κυκλοφορεί ευρέως η φήμη ότι ο ακροατής μετά από αυτήν …κουράζεται!

 

Ο δίσκος είναι ως επί το πλείστον οργανικός. Σε δυο κομμάτια μόνο ακούγεται η φωνή της Μαρίνας. Πώς κι έτσι;

Θεωρήσαμε ότι ο σκοπός, που είναι μια ομαλή μετάβαση στην ελληνική μουσική, υπηρετείται καλύτερα από μια σειρά οργανικών, συν ένα minimum κομματιών με ελληνικό στίχο. Το επόμενο άλμπουμ θα περιλαμβάνει, Θεού θέλοντος, περισσότερα ελληνικά τραγούδια.

 

Τι σας ελκύει στους συγκεκριμένους ρυθμούς κει επιλέξατε αυτούς και όχι για παράδειγμα κάποιους παραδοσιακούς;

Η απάντηση εμπεριέχεται στην ερώτηση. Το ότι …μας ελκύουν περισσότερο, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Από κει και πέρα, το ότι δεν υπάρχουν δημοτικοπρεπή κομμάτια σ’ αυτό το άλμπουμ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στο συρτάρι μας.

 

Σωκράτη γιατί δεν τραγούδησες ή έστω δεν συμμετείχες φωνητικά έστω ένα από αυτά τα δύο κομμάτια αλλά είναι η πρώτη φορά που σε δίσκο σας απουσιάζει η φωνή σου;

Έτυχε, ή ακριβέστερα, δεν αισθάνομαι διάθεση για τραγούδι τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο λόγος δεν είναι πάντως ότι …δεν είμαι εξοικειωμένος στο να τραγουδάω ελληνικό στίχο. Τραγουδούσα από πολύ μικρός, μετά μανίας, πριν μάθω καν τι είναι ροκ, όλο το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη, του Καλδάρα και του Άκη Πάνου.

 

Πώς αλήθεια σε ένα απόλυτα «αστικό» κατά τα άλλα άκουσμα υπάρχει ένα κομμάτι για ένα…ακρογιάλι;

Το “Καημός στο Ακρογιάλι” είναι ανάμνηση από παιδικό καλοκαίρι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος καημός από αυτό που νιώθεις όταν αποχωρίζεσαι το αγαπημένο σου νησί μετά από μήνες, για να επιστρέψεις στο …αστικό τοπίο. Το μουσικό ενδιαφέρον αφορά στο ότι το κομμάτι, εκτελεσμένο με ένα πιάνο και ένα ηλεκτρονικό rhythm pattern, είναι κατά το ήμισυ ζεϊμπέκικο.

 

Σας λείπει καθόλου η αλληλεπίδραση – έστω και στο στούντιο – με άλλους μουσικούς ή προτιμάτε να είσαστε απόλυτα αυτοτελείς;

Καθόλου. Η αλληλεπίδραση που έχουμε μεταξύ μας φτάνει και περισσεύει.

 

Σωκράτη, τι θυμάσαι και τι δεν θέλεις να θυμάσαι από την εποχή των Blue Light; Γιατί δεν ξανάπαιξες ζωντανά – τουλάχιστον την δική σου μουσική – μετά από τους BL; Δεν σου λείπει, δεν σου αρέσει καν η ζωντανή επαφή με το κοινό;

Η συγκεκριμένη περίοδος, μέσα δεκαετίας ’80 μέχρι μέσα επόμενης, είναι συνδεδεμένη στο μυαλό μου με: χαμένα όνειρα, εχθρικό περιβάλλον, ανθρώπους με καλές προθέσεις και άγνοια κινδύνου, φιλίες και έχθρες – κάποιες από τις οποίες κρατούν μέχρι σήμερα – κάποια καλά συγκροτήματα, πολύ περισσότερα ανάξια λόγου, και φυσικά, οικτρές ηχητικές συνθήκες και άθλια αντιμετώπιση από τους περισσότερους “μαγαζάτορες” – τα τελευταία δυο, ίδια και απαράλλαχτα στο χρόνο, αποτελούν δυο από τους λόγους για τους οποίους αποφεύγουμε τα live. Να εξαιρέσω κάποιες συγκινητικές αναμνήσεις από Πήγασο και Αν Club.

 

Δεν θα σας ρωτήσω βέβαια ποια συγκεκριμένα από τα σύγχρονα ονόματα της ελληνικής μουσικής σας αρέσουν αλλά ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει κάποιο από αυτά για να θεωρήσετε ότι τουλάχιστον είστε συνοδοιπόροι μαζί του, κατ’ αρχήν αισθητικά και στη συνέχεια ως προς την δεοντολογία αλλά ίσως ακόμα και την ηθική που διέπει την δουλειά του.

Να προσεγγίζουν τη μουσική με διάθεση περιπέτειας. Να έχουν επίγνωση του πόσο δύσκολο, έως αδύνατο, είναι να κάνει σήμερα καριέρα ένας δημιουργικός μουσικός και να συνεχίζουν παρόλα αυτά ακάθεκτοι.

 

Τι περιμένετε από τη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα και ειδικότερα σε σχέση με τον πολιτισμό και τη μουσική;

Να μην προδώσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Να μην τραβήξει το σκοινί πέρα από ένα όριο με τους γκάνγκστερ – τοκογλύφους. Στον πολιτισμό, να λειτουργήσει ως καταλύτης ώστε να καταφέρει ο καλλιτέχνης να υπάρξει ξανά. Όχι σαν τζουτζές της εξουσίας, ούτε σαν …ημίθεος ή οσιομάρτυρας, αλλά ως ένας ακόμα άνθρωπος που απολαμβάνει ελευθερία και σεβασμό γι’ αυτό που κάνει.

 

Και ποια είναι τα επόμενα σχέδια των MK-O, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα; Αν φυσικά υπάρχουν κάποια…

Δεν κάνουμε σχέδια, γιατί δεν κάνουμε καριέρα. Αυτό που επιθυμούμε είναι να κυκλοφορήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη μουσική τα επόμενα χρόνια, διαδικασία που την αισθανόμαστε σαν μέρος ενός τελετουργικού: γράφω κομμάτια, σχηματίζω ενότητες, τα ηχογραφώ, τα κυκλοφορώ για να τ’ ακούσουν κάποιοι φίλοι. Ούτε για το χρήμα γίνεται αυτό, ούτε για την δόξα. Γίνεται γιατί …”πρέπει να γίνει” (γέλια).

 

Ίσως ακόμα και να το οφείλει, στον εαυτό του, στην μουσική πράξη και στο νοήμον μουσικόφιλο κοινό, θα προσέθετα μόνο – με μια λίγο φιλοσοφική διάθεση – εγώ…