MK-O REVIEWS FOR BLUES FOR THE WHITE NIGGER

—————————————————————————————————————————————————————————————-

PROGNAUT

Elias Granillo Jr

The Review: 

MK-O’s 2011 release sounds ripe for introduction into KCRW’s eclectic musical stew, that station being considerably known for exposing certain acts, like Beck and Coldplay, in the past to a greater consumer demographic. Blues For The White Nigger is so eclectic it might also be confused for a sampler, excepting the recurrence of Marina Kanavaki’s and Oannes’s — the “MK” and “O” in MK-O — clever, eh? — voices on the six of twelve tracks that contain vocals. That’s right, half the album is instrumental. Stylistic rigidity is de-emphasized and melodies prevail as genre lines blur with the symphonic lounge shuffle of “White Nigger Blue 2,” the Daft Punkish synth funk orgy “Disco Utopia,” and the astral shoegaze of “Lockstep.” “One Touch” could be described as “Florence [of …and the Machine] produced by Kraftwerk,” and “Drowning In Debts” the result of cross-pollinating Muse with post-’70s ELP. That might sound weird, but the song is rather good and actually has something resembling a hook. The Blues instrumentals sport a good deal of piano, too. Even the camp synthesized sounds are high quality, no Casio cheese here. This is a sleeper of an album whose impact will be noticeably felt after its blow has landed.

Reviewed by Elias Granillo Jr on October 18th, 2011

—————————————————————————————————————————————————————————————-

AVOPOLIS
Χάρης Συμβουλίδης
Παρασκευή, 08 Απρίλιος 2011

Καθώς το λέιζερ του CD player μετέτρεπε σε μουσική τις ψηφιακά αποθηκευμένες πληροφορίες, σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν το τρίτο μου δημόσιο ραντεβού με τη μουσική του Oannes και της Μαρίνας Καναβάκη (τρίτος δίσκος, τρίτο ραντεβού) και μετρούσα το πότε πέρασε ο καιρός από το Ovation και την πρώτη μας συνέντευξη-γνωριμία. Μετά σκεφτόμουν τα πρόσφατα Αντηχητικά του Αργύρη Ζήλου (το #2) και το πόσο σωστά τα έγραψε όλα για την ανυπόληπτη και απορριπτέα δουλειά του μουσικοκριτικού. Μόνο που ξέχασε –ή το άφησε για άλλη στήλη– ότι, ενόσω ασκείς το επάγγελμα, προκύπτουν τελικά και γνωριμίες με εκείνους τους καλλιτέχνες με τη μουσική των οποίων «κουμπώνεις». Και οι γνωριμίες μπορεί να εξελιχθούν σε μια άλφα σχέση, ακόμα και σε φιλία. Μήπως ενέπιπτα πια κι εγώ σε αυτή την κατηγορία, λοιπόν; Άρα μήπως θα έπρεπε να αφήσω την κριτική του Blues For The White Nigger σε κάποιον άλλον και να αρκεστώ στις περιστασιακές μα απολαυστικές μου συναντήσεις με τον Σωκράτη Παπαχατζή και στις προσωπικές μου ακροάσεις;
Είχα σχεδόν αποφασίσει ότι έτσι έπρεπε να πράξω. Κι αν γράφω όλον τούτο τον πρόλογο είναι για να εξηγήσω γιατί τελικά δεν το έκανα. Όχι από κάποια συμπάθεια ή φιλία, παρότι συχνά έτσι γράφονται οι κριτικές στην Ελλάδα της κλίκας: ίσα-ίσα, αιτία στάθηκε το Blues For The White Nigger. Και μάλιστα όχι τόσο για την ομορφιά και τη συγκρότηση της μουσικής –αυτά έχω φτάσει να τα θεωρώ δεδομένα όταν μαθαίνω ότι οι ΜΚ-Ο ετοιμάζουν καινούργιο δίσκο– όσο γιατί πέτυχε να με εκπλήξει. Γιατί οι ΜΚ-Ο έφτιαξαν το πιο διασκεδαστικό τους άλμπουμ, γιατί το “One Touch [15΄]” δεν σήκωνε συζητήσεις καλώντας μέση και γοφούς να κουνηθούν, γιατί το “Star With No Name” είναι όντως το πρώτο τους τραγούδι με δυναμική single (σωστή η επισήμανση του δελτίου τύπου).
Αλλά ας βάλουμε μια σειρά. Στο Blues For The White Nigger συμβαίνει ό,τι ακριβώς πρέπει να συμβαίνει σε μια καλλιτεχνική πορεία με εξέλιξη: ενώ οι MK-O παραμένουν αναγνωρίσιμοι, αφενός εκλεπτύνουν κι άλλο τα ήδη γνώριμα εκφραστικά τους μέσα κι αφετέρου εντάσσουν έναν νέο ορίζοντα αναφορών. Όπως δηλώνει και ο τίτλος, στο παιχνίδι βρίσκεται πλέον και η μαύρη ρυθμολογία, όπως την επεξεργάστηκαν οι λευκοί μουσικοί. Τα μπλουζ δηλαδή, αλλά όχι με την αυστηρή, προπολεμική και ακουστική τους έννοια, περισσότερο ως δηλωτικό της κοσμικής μουσικής των μαύρων Αμερικανών –που, επομένως, μπορεί να μετουσιωθεί ανά πάσα στιγμή σε funk (“Blackface”), disco/house (“One Touch [15΄]”), jazz, σε μια καθαρόαιμη μπλουζ αναφορά σαν τον στίχο «Take a chance on me baby, won’t you come take my place», ακόμα και σε ένα hip hop πέρασμα (και πάλι στο “Blackface”). Οι ΜΚ-Ο τα περνούν μέσα από το δικό τους φίλτρο, εκείνο το ελευθεριακά ριζωμένο στις art rock παραδόσεις, που τους επιτρέπει να κινούνται με άνεση πότε προς τον κόσμο των κλασικών, πότε προς το ροκ και πότε προς την ηλεκτρονική μουσική. Αρθρώνοντας –από τα απόκοσμα φωνητικά του “Desdaimona By Night” ως τον καθαρτήριο παφλασμό των νερών στο “Disco Utopia”– ένα συνεκτικό σύνολο εκλεπτυσμένης εξωστρέφειας, με ζωηρή την αίσθηση του σημερινού τόσο σε τομείς όπως η παραγωγή και η ενορχήστρωση, όσο και σε αρκετά σημεία των στίχων (λ.χ. στο “Drowing In Debts”).
Είναι ίσως σε αυτό το φίλτρο που να βρίσκω τελικά τη μόνη μου ένσταση. Νιώθω δηλαδή ότι, από το “Lockstep” και πέρα, η μαύρη ρυθμολογία χάνεται, διαθλάται τόσο πολύ, ώστε τελικά αφήνει τον τίτλο του άλμπουμ με ένα ερωτηματικό –το οποίο δεν διανοείσαι να διατυπώσεις στο πρώτο μισό. Από την άλλη, οι επιδόσεις των ΜΚ-Ο σε αυτό το πεδίο προκύπτουν τόσο λαμπρές, ώστε γρήγορα ξεχνάς την ένσταση και αφοσιώνεσαι στη μουσική. Η Μαρίνα Καναβάκη δίνει νομίζω τις καλύτερες και πιο πολυπρόσωπες μέχρι σήμερα ερμηνείες της, μεταμορφωνομένη από κλασική σοπράνο (“Desdaimona By Night”) σε ντίσκο βοκαλίστρια (“One Touch [15΄]”) και από ξωτικό (“Lockstep”) σε alter ego της Sandy Denny στο “Battle Of Evermore” (“Artifacts”). Ο Oannes, πάλι, καταθέτει δυνατά και απολαυστικά διαπιστευτήρια ως πιανίστας και ως συνθέτης (ή ως οργανωτής αυτοσχεδιασμών, αν προτιμάτε): θαύμασα το πώς πέτυχε την αγγελική αίσθηση του “The Angel’s Machine” ή το παίξιμό του στο “White Nigger Blue 1”, όσοι μάλιστα τον έβρισκαν υπέρμετρα εγκεφαλικό θα εκπλαγούν πιστεύω από το πόση ραδιοφωνική λογική διαθέτουν ορισμένα τραγούδια του εδώ –χωρίς να έχει προβεί σε εκπτώσεις για να το πετύχει.
Δεν ξέρω την απάντηση στο ποιος από τους τρεις μέχρι σήμερα δίσκους των MK-O είναι ο καλύτερος. Ξέρω πάντως ότι το Blues For The White Nigger είναι, όπως είπα, ο πιο διασκεδαστικός κι εκείνος με το πιο όμορφο artwork (η ιστορία θα κρίνει τα υπόλοιπα). Χαίρομαι δε που διαβάζω για σχεδιασμό ζωντανών εμφανίσεων: αν είναι να σημειώσουν κάποια επιτυχία οι MK-O και να τους προσέξουν κάποια παραπάνω αυτιά, αυτή είναι πράγματι η στιγμή τους.

Χάρης Συμβουλίδης
https://www.avopolis.gr/greek-albums/37930-blues-for-the-white-nigger

—————————————————————————————————————————————————————————————-
Billboard
Κατερίνα Καφεντζή
Mάιος 2011

“White nigger fell in love with imperfection…” and so “The Least We Can Do Is Wave to Each Other”.. – της Κατερίνας Καφεντζή

Το κατα πόσο κινδυνεύουμε να λογοκριθούμε για μεροληψία μέσα στη θαλπωρή του album ενός φίλου μουσικού, θα το κρίνει η ιστορία επειδή ως γνωστόν, η μουσική δεν ψεύδεται ποτέ. Εν προκειμένω, η τρίτη κυκλοφορία του Oannes και της Μαρίνας Καναβάκη είναι μουσική λεπτοβελονιά με έγχορδες λέξεις στο ρυθμό ενός μουσικού ρολογιού αντίστροφης μέτρησης. Μια υπόκρουση με βιρτουόζικες πιανιστικές αποχρώσεις σε “μαυρόασπρη” βωβή ταινία με ασπρόμαυρους πρωταγωνιστές. Ο ρομαντισμός του 19ου αίωνα, τα υπαινικτικά blues, τα ηλεκτρονικά χάπια και το ηχητικό σταυρόλεξο της οιμωγής απο την εποχή του Buddy Bolden μέχρι το hip hop του σημερινού ανώνυμου καλλιτέχνη. Κοινώς, ένας δίσκος που αποκωδικοποιεί μουσικές μνήμες, παράγει αβίαστες μελωδίες (άσκηση φυσικής αναπνοής η φωνή της Μαρίνας Καναβάκη) και που μπορεί άνετα να χωρέσει καμιά δεκαριά ταυτόχρονες ερμηνείες ως προς την ακρόασή του.
 
Ακόμα περισσότερο, αν η ακροαστική συνήθεια και τα στερεότυπα του radio friendly χρήστη, κατατάσουν το Blues For the White Nigger, “νικητή” σε σχέση με τα δύο προηγούμενα album των MK-O, είναι δεξιοτεχνική τους επιλογή και ικανότητα να μεταλλάσονται όποτε αυτοί θέλουν, σε εποχικούς και άλλους “επιθετικούς” προσδιορισμούς.
 Και τώρα που ξανακούω το Star With No Name σκέφτομαι πως μερικά απο τα πιο αισιόδοξα μουσικά θέματα γράφτηκαν σε συνθήκες μεγάλης μοναξιάς και ανέχειας. “Συγχωρέστε με που δεν είμαι αρκετά μαύρος” μοιάζει να παιανίζει μια χορωδία ή ένας ολόκληρος λαός υπό διαμόρφωση. “You’re drowned in debts you cannot pay gazer running out of empty hope and there ain’t no insult that you cannot take”, τραγουδάει ο Oannes, καθώς το σκοτεινό τίμπρο στη φωνή του συμβαδίζει έξοχα με σκοτεινές διαπιστώσεις μιας ειρωνικής (μαύρης) εξωστρέφειας.

Κατερίνα Καφεντζή
https://billboard.com.gr/about-accumulation/i87

—————————————————————————————————————————————————————————————-
click@life
ΡΟΖΙΝΑ ΑΡΑΠΗ
16/5/2011

Δισκοκριτική: «Blues for The White Nigger» ΜΚ-Ο
Το ντουέτο της Μαρίνας Καναβάκη και του Oannes (κατά κόσμον Σωκράτη Παπαχατζή) επιστρέφει με το τρίτο του album, σε καινούργια δισκογραφική.
Δευτέρα, 16 Μαΐου 2011

Το «Blues For The White Nigger» κινείται στα γνώριμα progressive μονοπάτια των ΜΚ-Ο αλλά παράλληλα «παίζει» με τα blues, το funk, τη rock και τη disco. Από την έναρξη με το «Desdemona By Night» με τα οπερετικά φωνητικά και την ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε soundtrack ταινίας φαντασίας, αντιλαμβάνεσαι ότι η συνέχεια θα είναι άκρως ενδιαφέρουσα.
Έξι ορχηστρικά και έξι αγγλόφωνα τραγούδια αποτελούν το album, που σύμφωνα με τους ίδιους είναι ένα θεματικό album, με σκοπό να δώσει μία σύγχρονη προσέγγιση πάνω σε γνωστές «μαύρες» μουσικές που όμως δάνεισαν πολλά στοιχεία τους στους λευκούς.
Ένας «βομβαρδισμός» από ετερόκλητα είδη, από ήρεμες blues σε πιο funky και χορευτικές στιγμές, όπως το «Blackface» και τη disco στο «One Touch», στις άκρως θεατρικές ερμηνείες της Μαρίνας Καναβάκη στο «Artifacts», το ταξιδιάρικο και πανέμορφο « Star With No Name» και για το τέλος, το ίδιο «φουτουριστικό» φινάλε με την έναρξη, με το «Disco Utopia».
Οι ΜΚ- Ο στο τρίτο τους βήμα παρουσιάζουν ένα αποτέλεσμα γεμάτο χρώματα και φαντασία, που ενθουσιάζει, καλεί τον ακροατή να χορέψει, να ερωτευτεί, να χαμογελάσει αλλά και να προβληματιστεί. Αν δε τους έχετε ακούσει, μη χάσετε την ευκαιρία να ανακαλύψετε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και πρωτοπόρα συγκροτήματα της εγχώριας σκηνής σήμερα.
Album: «Blues for the White Nigger»
Καλλιτέχνης: ΜΚ-Ο
Label: Puzzlemusik
Βαθμός: 8/10
ΡΟΖΙΝΑ ΑΡΑΠΗ

—————————————————————————————————————————————————————————————-

STEREOWORLD

Χρήστος Δουκάκης

Το «αστρόπλοιο» των MK-O (της Μαρίνας Καναβάκη και του Oannes, κατά κόσμον Σωκράτη Παπαχατζή) ανοίγει για 3η φορά τις πόρτες του και σας περιμένει για εκτός τροχιάς εξερευνήσεις, 2.5 περίπου χρόνια ύστερα από το εξαίρετο, διπλό Unreel.
Τούτη η τελευταία προσπάθεια του ντουέτου, το Blues For The White Nigger, αποτελεί ένα concept album, του οποίου κύρια συστατικά είναι η ευρηματικότητα και μια συνεχής διάθεση για υγιή πειραματισμό. Πιο συγκεκριμένα, και για να κάνουμε μια προσπάθεια να ορίσουμε κάπως τον δίσκο, οι MK-O δανείζονται στοιχεία τόσο από την progressive rock, όσο από την ηλεκτρονική funk και τα blues! Ακόμα, το ηλεκτρονικό στοιχείο είναι διάχυτο σε όλη τη διάρκεια του έργου, με αποκορύφωμα το 7λεπτο, σχεδόν αστρικό, ορχηστρικό Disco Utopia, όπου οι Air του πρώτου δίσκου συναντούν τους Kraftwerk σε μια μοναδική σύμπραξη. Ευχάριστη επίσης έκπληξη αποτελεί η στιχουργική των MK-O, που με αφοπλιστικό τρόπο πολλάκις απεικονίζει με τα ζοφερότερα, αν και άκρως ρεαλιστικά, χρώματα τη σημερινή πραγματικότητα όπως στο αγχωτικό prog – rock αριστούργημα Drowning In Debts. Ανάμεσα στα υπόλοιπα που ξεχωρίσαμε δεσπόζει η ηλεκτρονική funk ρυθμογονία του εξωπραγματικού Blackface, το αλά John Barry One Touch [15′], καθώς και η ξεχωριστή blues δι-λογία White Nigger Blue.
Εν ολίγοις, τούτη εδώ η παρθενική σύμπραξη της εκλεκτικής Puzzlemusik του δημιουργού Αλεξόπουλου με τους MK-O, στέφεται με απόλυτη επιτυχία, παρά το «βεβαρημένο» παρελθόν του ντουέτου με αριστουργήματα τύπου Ovation & Unreel.
Απρόσμενο, μοναδικό και μακριά απ’ οτιδήποτε συμβαίνει στην ελληνική δισκογραφία αυτήν την εποχή…
8 στα 10
Χρήστος Δουκάκης

https://www.stereoworld.gr/album_reviews.php?id=864

—————————————————————————————————————————————————————————————-
Αθηνόραμα
Αργύρης Ζήλος
5-5-2011

MKO
Blues for the White Nigger

Ανάθεμα κι αν ξέρω γιατί ο Σωκράτης Παπαχατζής βάλθηκε στα καλά καθούμενα να δειχτεί… χαριτωμένος – δεν νομίζω πάντως ότι το κάνει για τα γλυκά μάτια της συν-δημιουργού Μαρίνας Καναβάκη… Κι ούτε και το ψάχνω ενόσω νιώθω τις -όχι ακριβώς στιλιζαρισμένες- τζαζέ ανάσες να σπάνε σε -όχι και τόσο προβλέψιμα- σημεία τις ασφυκτικές ηχοδομές που ‘χει χούι να πυργώνει στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ηλεκτρομπιτάτης και βαρυροκέ ρυθμοτροπίας ξεκλειδώνοντας τις αγκυλώσεις αμφοτέρων κι αναπροσανατολίζοντάς τες προς μια σύνθετη, μετακλασική οργανικότητα που ως και τη μελωδία εγκαλεί να… αναμορφωθεί! (Puzzlemusik)

Αργύρης Ζήλος

https://www.athinorama.gr/music/records/default.aspx?i=1804

—————————————————————————————————————————————————————————————-

MK-O INTERVIEWS FOR BLUES FOR THE WHITE NIGGER

—————————————————————————————————————————————————————————————-

Avopolis

Στυλιανός Τζιρίτας

Πέμπτη, 05 Μάιος 2011

MK-O: Ίσως ακουστεί εξωραϊστικό, είναι όμως η αλήθεια: λειτουργούμε σε ένα επίπεδο διαισθητικής σύμπνοιας, που κάποιες στιγμές ξαφνιάζει κι εμάς…
Οι δίσκοι των ΜΚ-Ο έχουν τη δική τους ιδιάζουσα πορεία στην ελληνική δισκογραφία. Το σχήμα, κρατώντας μια καθ’ όλα καλλιτεχνική στάση, έχει επιλέξει να μιλήσει κυριολεκτικά μόνο με τη μουσική του και όχι με επιφάσεις rock ‘n’ roll lifestyle –προσθέστε δε σ’ αυτό την αδιαμφισβήτητη ικανότητα του Σωκράτη Παπαχατζή στις ενορχηστρώσεις και τη –βασισμένη σε ακλόνητες αξίες– εκτελεστική δεινότητα της Μαρίνας Καναβάκη. Κάπως έτσι, οι MK-O χειρίζονται πλήκτρα και σιτοβολώνες ήχου με μια περίσσια άνεση, η οποία όμως, εν τέλει, διαθέτει άποψη και δεν στέκει ως στείρος εξιμπισιονισμός. Έχοντας απορίες πάντως για τη θέση τους πάνω σε ζητήματα αισθητικά και μουσικολογικά, το Avopolis τους κάλεσε να απαντήσουν σε μερικά ανάλογα ζητήματα –δεδομένης της πρόσφατης κυκλοφορίας τους, Blues For The White Nigger…

Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των συνθέσεων των MK-O είναι οι επιστρώσεις ηχοπεδίων. Αυτό γίνεται από κάποια προσωπική πίστη απέναντι σε ανάλογες ηχοδομές; Ή κάθε φορά αναπροσαρμόζετε τη λογική σας ανάλογα με τη σύνθεση;
Υπάρχει σήμερα ένα είδος «πολυσυλλεκτικής» αντίληψης που θέτει το αίτημα της πολυμορφίας ως θέσφατο. Οι άνθρωποι που τονίζουν την αφθονία των «ποικίλων και ετερόκλητων επιρροών μας», ξαφνιάζονται όταν τους λέμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε κάτι τέτοιο αναγκαστικά ως προτέρημα. Αν ήταν έτσι, η μουσική ανθρώπων όπως οι  Ramones ή ο Μάρκος Βαμβακάρης θα ακυρωνόταν ως …μονοδιάστατη. Η «πολυσυλλεκτική» αντίληψη, λειτουργώντας περισότερο ως ιδεολογία παρά ως αισθητική, παράγει συχνά ευτράπελα αποτελέσματα. Γιατί ντε και καλά πρέπει να βάλω μια ποντιακή λύρα σε ένα reggae τραγούδι; Γιατί πρέπει να ραπάρω πάνω σε ενα ζεϊμπέκικο; Γιατί πρέπει να γεφυρώνω συνεχώς τα πάντα με τα πάντα; Αν προκύπτει κάτι αισθητικά ενδιαφέρον και ερεθιστικό, έχει καλώς. Αν όχι, όπως συμβαίνει συνήθως με διάφορους εξ’ επιτούτου πειραματισμούς της πλάκας, εμείς προτιμάμε κάποια «συμβατικά» ακούσματα. Ούτως ή άλλως, όλα τα γνωστά μουσικά είδη αποτελούν από καταβολής επιμειξίες. Ως προς την ουσία της ερωτήσεώς σας τώρα, τόσο οι νότες, όσο και τα ηχοχρώματα τα οποία επιλέγονται για να τις ντύσουν, προκύπτουν μέσα από διαδικασίες ενστικτώδεις.
Οι κλασικές καταβολές (γνωστές αλλά και διακρινόμενες) στο παίξιμο και στη σύνθεση αμφότερων των μελών του σχήματος, σε ποιο επίπεδο έχουν επηρεάσει την αρχιτεκτονική των συνθέσεων;
Επ’ αυτού θα σας γελάσουμε, καθότι μέθοδοι μετρήσεως τέτοιων διεργασιών δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη. Ελπίζουμε όχι πολύ πάντως. Δεν αισθανόμαστε τόσο κοντά στην τάση που προκρίνει την αυστηρότητα της «στέρεας δομής» [άποψη που χονδρικά χρεώνεται στην βορειοευρωπαΪκή μουσική παράδοση], όσο σ’ εκείνην που δίνει έμφαση στην αυθορμησία, στο τραγούδι και στη μελωδικότητα, δηλαδή στο «αυτοσχεδιαστκό» στοιχείο. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στο καινούργιο μας άλμπουμ.

Ο τίτλος του νέου σας δίσκου είναι διττός; Τουτέστιν, πέραν της ενασχόλησης του σχήματος με τις παρακαταθήκες της μαύρης κουλτούρας όπως αυτές εμφιαλώνονται μέσα στη λευκή αστική, μήπως, υπό τον ζόφο των ημερών, υπονοεί και τον λευκό νεόδουλο των μητροπόλεων μας;
Έχουμε τη συνήθεια, ενώ ακόμα εξελίσσεται η ηχογράφηση ενός άλμπουμ, να σκεφτόμαστε για το επόμενο. Το κόνσεπτ λοιπόν (και ο τίτλος) του Blues For The White Nigger υπήρχαν πριν ξεσπάσει καν η παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση. Σε μια πρώτη συζήτηση με τον Χρήστο (σ.σ.: Αλεξόπουλο, της Puzzlemusic) ο τίτλος είχε πέσει στο τραπέζι και είχε θεωρηθεί κάπως υπερβολικός. Η ιδέα αφορά στην εθελούσια έξοδο από την κοινωνία, στο πέρασμα στη σκοτεινή πλευρά μέσα από μια εμπειρία «φώτισης», η οποία γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυσή του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια, σήμα κατατεθέν (εδώ και έναν αιώνα σχεδόν) της «νεανικής κουλτούρας», είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να μεταχειρίζεται όλο και περισσότερους ανθρώπους –ανεξαρτήτως χρώματος– με τον αισχρό τρόπο που μεταχειρίσθηκε πάντοτε τους νέγρους, μετατρέποντάς τους σε παρίες, περιθωριακούς, αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σ’ αυτό έχει παίξει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται τη δύναμη και την αλήθεια της μαύρης μουσικής οι έμποροι και  οι τεχνικοί της εξουσίας. Το τελευταίο που περιμέναμε ήταν ότι οι κοινωνικές «εξελίξεις» θα αποκάλυπταν τόσο έντονα το φαινόμενο με όρους αγώνα για την επιβίωση. Με άλλα λόγια, με τη διαφαινόμενη μετατροπή μας σε σκλάβους, οι οποίοι θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από το αέναο beat των σύγχρονων, βιομηχανικής κατασκευής, work songs. Τα τελευταία ακούγονται ακατάπαυστα από ηχεία που βρίσκονται παντού. Όπως οι κάμερες…
Η ζωντανή εμφάνιση των συνθέσεων του Blues For The White Nigger ποιες δυσκολίες παρουσιάζει; Είναι αρκετές ώστε να ενδυναμώσουν τη χρόνια τάση για αποχή σας από τις live εμφανίσεις;
Αντιθέτως, είναι ένα άλμπουμ αρκετά πιο εύκολο στην παρουσίασή του από τα προηγούμενα. Το τελευταίο ιδίως αν θυμάστε, το Unreel, ήταν διπλό. Είχε διάρκεια 103 λεπτά και για την παρουσίασή του απαιτούντο 11 άτομα επί σκηνής τουλάχιστον. Εκ των πραγμάτων, πρόκειται για πικρό σενάριο: πρέπει να οργανώσεις/πληρώσεις όλους αυτούς τους ανθρώπους για…5-6 εμφανίσεις μέσα σε έναν χρόνο –και με την προσέλευση του κόσμου, ιδίως σε μέρες κρίσης, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη… Με το Blues For The White Nigger, επειδή είναι πιο χαλαρό ενορχηστρωτικά και βασίζεται (ως έναν βαθμό) σε αυτοσχεδιαστικό παίξιμο, τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Τρεις-τέσσερεις καλοί συνεργάτες αρκούν για την παρουσίασή του, οπότε το σκεφτόμαστε σοβαρά για την επόμενη σεζόν. Ιδίως αν αισθανθούμε ότι υπάρχει «ζήτηση» για κάτι τέτοιο…

Ένα δίδυμο στη ζωή και στη μουσική, ποιες παρηχήσεις συναντά αλλά και ποιους γόρδιους δεσμούς λύνει κάτω από αυτή τη συνθήκη;
Ίσως ακουστεί εξωραϊστικό, είναι όμως η αλήθεια: λειτουργούμε σε ένα επίπεδο διαισθητικής σύμπνοιας, που κάποιες στιγμές ξαφνιάζει κι εμάς. Και να πεις ότι πριν από από τη γνωριμία μας είμασταν τίποτα εύκολοι και προσηνείς άνθρωποι…
Ένα περίεργο πράμα…
Το παιχνίδισμα με τη disco ρυθμολογία προέκυψε (εκτός της εξεταζόμενης στον δίσκο ιστορικότητάς του μέσα στη μαύρη κουλτούρα) και από κάποια πρόκληση να αναμετρηθείτε ως σχήμα με κάτι που, σε επίπεδο καλλιτεχνικής αποδοχής, έχει (κακώς) δεχθεί μομφές από κοινό και κριτικούς;
Από ένα κοινό που η συμπεριφορά του ορίζεται από ένα είδος επαναστατικού καθωσπρεπισμού και από αγκυλωμένους κριτικούς, να συμπληρώσουμε. Η disco είναι συν-υπεύθυνη για ένα σωρό πράγματα τα οποία σχετίζονται με το new wave (οι Talking Heads –φαν των KC & The Sunshine Band– αποτελούν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα), ενώ ο Bowie είχε ήδη αφεθεί να επηρεαστεί από αυτήν σε άλμπουμ όπως τα Diamond Dogs, Young Americans, Let’s Dance (σε παραγωγή των Chic) κ.ο.κ. Για να μη μιλήσουμε για τα θεμέλια που η disco έθεσε για τη μετέπειτα ηλεκτρονκή κουλτούρα των ύστερων 1980s-1990s. Τι άλλο ήταν το techno στην πρωτόλεια μορφή του, αν όχι η επαν-υποχώρηση της disco στο underground από όπου είχε ξεπηδήσει, σε μια back-to-basics, πλήρως ηλεκτρονική πλέον μορφή; Παρεμπιπτόντως, το φινάλε του άλμπουμ μας, “Disco Utopia”, παρά τον τίτλο και το «disco» hi-hat που χαρακτηρίζει το beat του, ανήκει –αν πρέπει να το κατατάξουμε κάπου– περισσότερο στον χώρο του kraut electro.
Με ποια διαδικασία ενσωματώνετε ότι νεότερο ακούτε ή ανακαλύπτετε μέσα στο παίξιμο, σύνθεση, ενορχήστρωση, ηχογράφηση;
Το σχέδιο διαμορφώνεται με διεργασίες ασυνείδητες, έως ότου γίνεται κάποια στιγμή ορατό. Η δημιουργική διαδικασία ολοκληρώνεται, από κει και πέρα, «μετά λόγου γνώσεως». Από τη στιγμή που έρχεται στο φως, το σχέδιο καθορίζει εν είδει άξονα τις επί μέρους επιλογές, «αιχμαλωτίζοντας» και διαμορφώνοντας στοιχεία που το εξυπηρετούν, εξελισσόμενο ταυτόχρονα το ίδιο υπό τη δική τους επίδραση.  

Είσαστε από αυτούς που θα ήθελαν να ηχογραφήσουν με αναλογικά μέσα αποζητώντας την ζεστασιά της λυχνίας και της αρχετυπικής καλωδίωσης;
Να υποθέσουμε ότι η ερώτησή σας εμπεριέχει κάποιου είδους επιφύλαξη για τα ηλεκτρονικά μέσα εκτέλεσης και ηχογράφησης, τα οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιούμε;
Κάθε άλλο! Απλώς θα μου φαινόταν ενδιαφέρον να έχω την εμπειρία του συγκεκριμένου groove [παραπεμπτικού κάποιες στιγμές στα 1970s και τα 1980s] μέσα από αναλογικά μέσα…
Θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρον. Ακόμα περισσότερο ίσως θα ήταν το να είχαμε στη διάθεσή μας μια μικτή μπάντα μουσικών, που θα έδινε έναν πιο έντονο soul-jazz αέρα στα κομμάτια. Ίσως και να το προσπαθήσουμε κάποια στιγμή, σαν εναλλακτική όμως πάντα. Ο  ήχος του άλμπουμ μας ικανοποιεί απόλυτα.
Συμφωνώ και σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
Εμείς, για τις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.

https://www.avopolis.gr/greek-interviews/38250-eksoraistiko

—————————————————————————————————————————————————————————————-

WNB:DIFONO 5-2011

—————————————————————————————————————————————————————————————-

WNB:FOCUS 6-2011

—————————————————————————————————————————————————————————————-

Categories:

Comments are closed

April 2024
M T W T F S S
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  
Subscribe to MK-O Blog via Email

Enter your email address to subscribe and receive notifications of new posts from us by email.

Join 316 other subscribers
Follow

Get every new post delivered to your Inbox

Join other followers:

%d bloggers like this: